Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Συρματοπλέγματα

 






Ψιχάλες βροχής από χθες βαραίνουν το ήδη μουντό τοπίο της ψυχής μας..



Και μεις φορτωμένοι με την ανυπομονησία του εφήμερου , τυφλωμένοι από τις ορμέμφυτες ανάγκες μας δε διακρίνουμε πια το συρματόπλεγμα ..Έτσι δεν μας προβλημάτισε δεν μας ανησύχησε, δεν μας ενόχλησε καθόλου όταν καταφέραμε να απλώσουμε χιλιόμετρα από δαύτο σε ολόκληρο τον πλανήτη.Και οι ψυχές μας κυκλωμένες κι αυτές... Επίπλαστες επιθυμίες μια ανούσιας πλέον ύπαρξης βυθισμένης σε θολό και ασαφές τοπίο δίχως ουρανό.

Πως να δεις πλέον τον αδελφό σου που βογκά και βασανίζεται, όχι άπλα από τη στέρηση της ελευθερίας που του επιβλήθηκε, άλλα από τις απάνθρωπες και βάναυσες συνθήκες κράτησης που υφίστανται στα ελληνικά κολαστήρια που ονομάζονται φυλακές.Δεν είναι τα δικά τους σίδερα ''βαρύτερα από τα δικά μας ούτε και η τραγωδία της ύπαρξης τους βαρύτερη από τη δικιά μας.Άπλα οι συνθήκες αλλάζουν κι εκεί πιότερο πέφτουν οι μάσκες του ανθρωπισμού και του καθωσπρεπισμού μας..

Μήπως έξω είναι διαφορετικά τα πράγματα ;;Μήπως τελικά άπλα το συρματόπλεγμα άλλαξε

χρώμα έγινε λιγότερο σαφές, λιγότερο ορατό;



φύσηξε,νύχτα το πανί

του ονείρου να φουσκώσει

σ' αλαργο τόπο να βρεθώ

μακριά να με σηκώσει

 

να κρεμαστώ στο πιο ψηλό

κατάρτι να ξανοίγω

κι απ'του κορμιού τη φυλακή

να λυτρωθώ να φύγω

 

σαν άνεμος να διασκορπω

σαν νεφαλο να απλώνω

και στην ψηλότερη κορφή

τση γνώσης να ματώνω

 

ρίξε με σ' αταξίδευτους

γιαλούς να κολυμπήσω

και δώσε μου να πιω κρασί

τσ' αγάπης να μεθύσω

στη πλάτη απάνω βάλε με

του πιο τρελού σου ονείρου

κι αφησ'με,νύχτα να χαθώ

στα πέλαγα του απείρου

 

Να τελειώσω μιαν αυγή

σ'ενα χαράκι απάνω

κι όχι σε κλίνη ανήμπορος

κι αρρωστοs να ποθανω